- ἰσχίων
- ἴσχιονhip-jointneut gen plἰσχίονneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξελκυσμός — ο (Α ἐξελκυσμός) ιατρ. σύνολο χειρισμών με τους οποίους επιτυγχάνεται η έξοδος τού κυήματος από τα γεννητικά όργανα τής μητέρας διά μέσου τών ισχίων και τών ποδιών αρχ. 1. ώθηση προς τα έξω, μετακίνηση 2. μετακίνηση … Dictionary of Greek
εφηβεία — Περίοδος της ζωής του ανθρώπου η οποία –ανάλογα με το άτομο– διαρκεί περίπου επτά χρόνια. Ξεκινά κατά την ηλικιακή περίοδο μεταξύ 11 και 14 ετών και αποτελεί μία από τις σημαντικότερες φάσεις της εξελικτικής ηλικίας. Χαρακτηρίζεται από… … Dictionary of Greek
ιξύς — ἰξύς, ύος, ἡ (Α) 1. η οσφύς, η μέση 2. στον πληθ. αἱ ἰξύες το τμήμα μεταξύ τών ισχίων και τής οσφύος, οι λαγόνες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το θ. σε ῡ απαντά και σε άλλες λέξεις που δηλώνουν μέρη τού σώματος (πρβλ. οσφύς)] … Dictionary of Greek
ισχιορρωγικός — ή, ό (Α ἰσχιορρωγικός, ή, όν) αυτός που έχει πάθει μετακίνηση τών ισχίων, ο ξεγοφιασμένος αρχ. (για στίχους) φρ. «ἰσχιορρωγικον μέτρον» εξάμετρος στίχος με σπονδείους στη β , δ και στ χώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχίον + ρώξ, ρωγ ός «ρωγμή» (<… … Dictionary of Greek
λετωνήσαι — λετωνῆσαι (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀφειδῶς παῑσαι κατὰ τῶν ἰσχίων» … Dictionary of Greek
ψυαλγικοί — οἱ, ΜΑ οι πόνοι τής περιοχής τών ισχίων, ισχιαλγίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψύα «ισχίο» + ἄλγος «πόνος» + κατάλ. ικός] … Dictionary of Greek
μπεγκίν — (beguin). Λαϊκός χορός, που προέρχεται πιθανά από τη Μαρτινίκα. Το κύριο βήμα, σε δυο χρόνους, συνίσταται στη μεταφορά του ποδιού από μια παράλληλη και κοντά στο άλλο θέση, σε μια θέση ελαφρά μετατοπισμένη προς τα εμπρός για να επαναφερθεί… … Dictionary of Greek